παραλουργος

παραλουργος
    παραλουργός
    παρ-ᾰλουργός
    2
    окаймленный пурпуром
    

(ἱμάτιον Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παραλουργος" в других словарях:

  • παραλουργός — όν, Α βλ. παραλουργής …   Dictionary of Greek

  • παραλουργόν — παραλουργός masc/fem acc sg παραλουργός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • παραλουργής — ιων. τ. παραλοργής, ές, και παραλουργός, όν, Α 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή 2. (για πρόσ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φορά ένδυμα με πορφυρή παρυφή και ο οποίος ήταν πιο επιφανής από εκείνον που φορούσε ολοπόρφυρο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»